Η δημογραφική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, την παραγωγικότητα, το βιοτικό επίπεδο, την αποταμίευση, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Μακροπρόθεσμα ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην ανεργία, στα επιτόκια, στην αγορά ακινήτων και στο χρηματοοικονομικό κλάδο. Οι διαφορετικές δημογραφικές τάσεις μεταξύ των χωρών, αναμένεται να επηρεάσει τα ισοζύγια των τρεχουσών συναλλαγών καθώς και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες [1].
Δεδομένης της σημαντικότητας των δημογραφικών αλλαγών στην οικονομία και στην κοινωνία, στο παρακάτω λήμμα παρουσιάζουμε τις σημαντικότερες δημογραφικές αλλαγές που παρατηρούνται στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα ζουν 10,68 εκατομμύρια άνθρωποι (Ιανουάριος 2021). O συνολικός πληθυσμός είναι ο 10ος μεγαλύτερο στην Ε.Ε και αποτελεί το 2,4% του συνολικού πληθυσμού της ένωσης. Από το 1960 έως και το 2021 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε κατά 2,4 εκατομμύρια (+28%). Ωστόσο, από το 2011 και μετά ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σταδιακά. Την τελευταία δεκαετία η συνολική μείωση του πληθυσμού είναι της τάξεως του 4% (-500 χιλ.).
Η πυκνότητα του πληθυσμού, δηλαδή πόσοι χιλιάδες άνθρωποι ζούνε ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο, ήταν το 2019, κατά μέσο όρο 82.4 στην Ελλάδα. Οι διαφορές ανα περιφερειακή ενότητα είναι πολύ μεγάλες. Στο Κεντρικό Τομέα Αθηνών ζούνε 10,446 άτομα ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στην Ευρυτανία μόλις 10. Η μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού παρατηρείται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με δεδομένα του 2021, το 45% του συνολικού πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές, ποσοστό υψηλότερο κατά 5 μονάδες από τον ευρωπαικό μέσο όρο (40%). Το υπόλοιπο 31% κατοικεί σε αγροτικές περιοχές και το 24% σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως ημιαστικές. Τα μεγαλυτερα ποσοστά ατόμων που ζουν σε αστικές περιοχές παρατηρούνται σε Ολλανδία (74%), Ισπανία (64%) και Βέλγιο (54%), και τα μικρότερα σε Ουγγαρία (18%), Σλοβακία (12%) και Ρουμανία (12%)
Αστικές περιοχές: πληθ.> 10.000 κατοίκους Ημιαστικές περιοχές: πληθ. από 2.000 έως 10.000 κατοίκους Αγροτικές περιοχές: πληθ. < 2.000 κατοίκους
Ο πληθυσμός της Ελλάδας γερνάει. Το ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας άνω των 80 ετών ηταν 7,3% το 2021, υψηλότερο κατά 1.3 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από το 1970 έως το 2000 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 1,4 μονάδες ενώ από το 2000 έως το 2021 κατά 3.7 μονάδες. Την ίδια στιγμή το ποσοστό των νέων στη χώρα μειώνεται. Το 2000 οι νέοι κάτω των 20 ετών αποτελούσαν το 21.4% του συνολικού πληθυσμού ενώ το 2021 το 19.2%. Το 2021, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 20.3%.
Ένας άλλος τρόπος να δούμε ότι γερνάει ο πληθυσμός στην Ελλάδα είναι μέσω της διάμεσης ηλικίας. Η διάμεση ηλικία έχει αυξηθεί από τα 38,7 έτη το 2001 στα 45.5 έτη το 2021, 1,4 έτη υψηλότερη από ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Η μεγαλύτερη διάμεση ηλικία παρατηρείται στην Ιταλία (47,6 έτη) και στην Γερμανία (45,9 έτη) ενώ η μικρότερη στην Κύπρο (38 έτη) και στην Ιρλανδία (38,5 έτη).
Ο αριθμός των γεννήσεων στην Ελλάδα μειώνεται διαρκώς, με τη μεγαλύτερη πτώση να παρατηρείται στις αρχές της δεκαετίας του 80'. Μετά από μια περίοδο σταθερότητας, από το 2008 και μετά οι γεννήσεις μειώνονται ξανά, φτάνοντας τις 7,9 γεννήσεις ανα 1000 κατοίκους το 2020, ενώ ο ευρωπαικός μέσος όρος την ίδια περίοδο είναι 9,1. Την ίδια στιγμή, οι θάνατοι ανά 1000 κατοίκους αυξάνονται φτάνωντας του 12,3 το 2020, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 11,6. Η φυσική μείωση του πληθυσμού, όταν δηλαδή οι θάνατοι είναι από τις γεννήσεις, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γήρανση του πληθυσμού, ενώ το 2020 πιθανότατα σχετίζεται και με την μεγάλη αύξηση στους θανάτους σε ολόκληρη την Ευρώπη εξαιτίας της Covid-19.
Διαβάστε περισσότερα στο λήμμα μας για την Υπερθνησιμότητα
Η πληθυσμιακή αλλαγή αποτελείται από δύο συνιστώσες: Τη φυσική μεταβολή και την καθαρή μετανάστευση
Από το 2015 και μετά, οι μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά. To 2019, οι ετήσιες ροές μεταναστών προς την Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2015, φτάνοντας τις 129 χιλ. σε ένα έτος. Συνολικά, την περίοδο 2016-2020, 562 χιλ. άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα. Ιδίου μεγέθους ροές παρατηρούνται μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 90'.
Οι μεταναστευτικές ροές από την Ελλάδα είναι σταθερές για το χρονικό διάστημα 1998-2008. Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα το 2008, ωστόσο, επηρέασε σημαντικά τις ετήσιες ροές. Το 2012 περίπου 125χιλ. άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα, με τις ετήσιες ροές να αυξάνονται κατά 188% σε σχέση με το 2008. Συνολικά το διάστημα 2010-2020, περίπου 1,1 εκ. άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα. Από το 2012 και μετά η ροή αυτή παρουσιάζει μια σταθερή μείωση, φτάνοντας τους 77 χιλ. το 2020.
Στην Ελλάδα ζούνε 5,48 εκατομμύρια γυναίκες. Ο γυναικείος πληθυσμός είναι υψηλότερος κατά 5% σε σχέση με τον ανδρικό, 0,6 μονάδες μεγαλύτερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτο σημαινει πως για στην Ελλάδα για καθε 100 άνδρες υπάρχουν 105 γυναίκες. Το υψηλότερα ποσοστά γυναικείου πληθυσμού παρατηρούνται στη Λετονία (16,5%) και στη Λιθουανία (14,2%) ενώ στη Μάλτα και στην Ισλανδία οι γυναίκες είναι λιγότερες από τους άνδρες κατά 6,4% και 5,2% αντίστοιχα.
Το 2020 κατά μέσο όρο οι γυναίκες ζούνε 83,9 έτη, 5,1 έτη περισσότερο από τους άνδρες. Στην Ευρώπη οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται στην Λιθουανία και στην Λετονία όπου οι διαφορές είναι ίσες με τα 10 και 9.4 έτη αντίστοιχα. Στις γυναίκες το μεγαλύτερο προσδόκιμο παρατηρείται στη Γαλλία (85,3 έτη) και το μικρότερο στη Βουλγαρία (77,5 έτη)
Η ηλικία που αποκτούν οι γυναίκες το πρώτο τους παιδί έχει αυξηθεί και είναι ίση με τα 30.7 έτη στην Ελλάδα. Μέσα σε τρείς δεκαετίες η ηλικία των γυναικών έχει αυξηθεί σημαντικά καθώς το 1992, οι γυναίκες αποκτόσουν το πρώτο τους παιδί στην ηλικία των 26 ετών. Παράλληλα, έχει αυξηθεί και το ποσοστό των γεννών από μητέρες άνω των 40 ετών. Το 1985, μόλις μια στις 100 γυναίκες έκανε παιδί σε ηλικία άνω των 40 ετών, ενώ το 2020 το ποσοστό αυτό έχει φτάσει το 8,4%. Ο ευρωπαικός μέσος όρος για το 2020 είναι 5,5%
#Πηγές
[1] Mester, L.J., 2018. Demographics and their implications for the economy and policy. Cato J., 38, p.399.
Για να λαμβάνεις τα γραφήματα και τις αναλύσεις μας μέσω email.