Πληθυσμός στην Ελλάδα

Διονύσης Κουλλόλλι

Τελευταία Ενημέρωση: 2/12/2024

Εισαγωγή

Η δημογραφική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, την παραγωγικότητα, το βιοτικό επίπεδο, την αποταμίευση, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Μακροπρόθεσμα ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην ανεργία, στα επιτόκια, στην αγορά ακινήτων και στο χρηματοοικονομικό κλάδο. Οι διαφορετικές δημογραφικές τάσεις μεταξύ των χωρών, αναμένεται να επηρεάσει τα ισοζύγια των τρεχουσών συναλλαγών καθώς και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες [1].

Δεδομένης της σημαντικότητας των δημογραφικών αλλαγών στην οικονομία και στην κοινωνία, στο παρακάτω λήμμα παρουσιάζουμε τις σημαντικότερες δημογραφικές αλλαγές που παρατηρούνται στην Ελλάδα.

Ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 6% την τελευταία δεκαετία

Στην Ελλάδα ζουν 10,46 εκατομμύρια άνθρωποι (Ιανουάριος 2022). O συνολικός πληθυσμός είναι ο 10ος μεγαλύτερο στην Ε.Ε και αποτελεί το 2,3% του συνολικού πληθυσμού της ένωσης. Από το 1960 έως και το 2022 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε κατά 2,146 εκατομμύρια (+26%). Ωστόσο, από το 2011 και μετά ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σταδιακά. Την τελευταία δεκαετία η συνολική μείωση του πληθυσμού είναι της τάξεως του 6% (-660 χιλ.). Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat, ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται, φτάνοντας τα 9 εκατομμύρια έως το 2050 και τα 7,8 εκατομμύρια έως το 2100. Εάν αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, τότε ο πληθυσμός της χώρας θα είναι μικρότερος από αυτόν τον της δεκαετίας του 1960.

Σε επίπεδο περιφερειακών ενοτήτων, στην Αττική, ο πληθυσμός το 2022 ανέρχεται σε 3.806.550 άτομα. Παρατηρούμε μια μικρή μείωση κατά 1,50% σε σύγκριση με το 2014, αλλά το 2022 είχε μια αυξητική τάση της τάξης του 2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στη Θεσσαλονίκη, το 2022, ο πληθυσμός είναι 1.090.411 άτομα. Εδώ παρατηρούμε μια μείωση κατά 3% από το 2014, ενώ σε σχέση με το 2021 ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 1%. Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζουν οι Σέρρες όπου ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 13.8% σε σχέση με το 2014 και κατά 8% σε σχέση με το 2021.

Η πυκνότητα του πληθυσμού στην Ελλάδα κυμαίνεται από 10 έως 10,881 ανθρώπους ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο

Η πυκνότητα του πληθυσμού, δηλαδή πόσοι χιλιάδες άνθρωποι ζούνε ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο, ήταν το 2022, κατά μέσο όρο 81 στην Ελλάδα. Οι διαφορές ανα περιφερειακή ενότητα είναι πολύ μεγάλες. Στο Κεντρικό Τομέα Αθηνών ζούνε 10,881 άτομα ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στην Ευρυτανία μόλις 10. Η μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού παρατηρείται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη.

Συγκεκριμένα, το 36% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ζει στην Αττική. Ακολουθούν η Κεντρική Μακεδονία με 17%, η Θεσσαλία με 7%, η Κρήτη με 6%, καθώς και η Δυτική και η Στερεά Ελλάδα με 6% και 5% αντίστοιχα. Στις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας, όπως το Βόρειο Αιγαίο και οι Νότιοι Αιγαίοι, ο πληθυσμός είναι πολύ μικρότερος, ανέρχονται στο 2% και 3% αντίστοιχα.

Το 47% του πληθυσμού της Ελλάδας ζει σε αστικές περιοχές

Σύμφωνα με τα δεδομένα του 2022, το 47% του συνολικού πληθυσμού κατοικεί σε αστικές περιοχές, ποσοστό που είναι υψηλότερο κατά 6 μονάδες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 41%, και αυξημένο κατά 2 μονάδες σε σύγκριση με το 2021. Το υπόλοιπο 30% του πληθυσμού ζει σε αγροτικές περιοχές, ενώ το 22% κατοικεί σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως ημιαστικές. Τα υψηλότερα ποσοστά κατοίκων σε αστικές περιοχές παρατηρούνται στην Ολλανδία (74%), την Ισπανία (64%) και το Βέλγιο (54%), ενώ τα χαμηλότερα αναφέρονται σε χώρες όπως η Ουγγαρία (18%), η Σλοβακία (13%) και η Ρουμανία (12%).

Αστικές περιοχές: πληθ.> 10.000 κατοίκους Ημιαστικές περιοχές: πληθ. από 2.000 έως 10.000 κατοίκους Αγροτικές περιοχές: πληθ. < 2.000 κατοίκους

Το 7,3% του συνολικού πληθυσμού είναι άνω των 80 ετών

Ο πληθυσμός της Ελλάδας γερνάει. Το ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας άνω των 80 ετών ηταν 7,2% το 2022, υψηλότερο κατά 1.1 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από το 1970 έως το 2000 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 1,6 μονάδες ενώ από το 2000 έως το 2022 κατά 3.7 μονάδες. Την ίδια στιγμή το ποσοστό των νέων στη χώρα μειώνεται. Το 2000 οι νέοι κάτω των 20 ετών αποτελούσαν το 21.4% του συνολικού πληθυσμού ενώ το 2022 το 18.8%. Το 2022, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 20.2%.

Ένας άλλος τρόπος για να κατανοήσουμε τη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι μέσω της διάμεσης ηλικίας. Η διάμεση ηλικία έχει αυξηθεί από 38,7 έτη το 2001 σε 46,1 έτη το 2022, που είναι κατά 2 έτη υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση τη διάμεση ηλικία, η Ελλάδα κατατάσσεται ως ο τρίτος πληθυσμός με τη μεγαλύτερη γήρανση στην Ευρώπη, αφού ξεπερνάται μόνο από την Ιταλία (48 έτη) και την Πορτογαλία (46,8 έτη). Τα χαμηλότερα επίπεδα διάμεσης ηλικίας παρατηρούνται στην Κύπρο (38,3 έτη) και στην Ιρλανδία (38,8 έτη).

Αυξάνονται οι θάνατοι και μειώνονται οι γεννήσεις

Ο αριθμός των γεννήσεων στην Ελλάδα μειώνεται διαρκώς, με τη μεγαλύτερη πτώση να παρατηρείται στις αρχές της δεκαετίας του 80'. Μετά από μια περίοδο σταθερότητας, από το 2008 και μετά οι γεννήσεις μειώνονται ξανά, φτάνοντας τις 7 γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους το 2022, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος την ίδια περίοδο είναι 9. Την ίδια στιγμή, οι θάνατοι ανά 1000 κατοίκους αυξάνονται φτάνοντας του 13 το 2022, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 12. Η φυσική μείωση του πληθυσμού, όταν δηλαδή οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γήρανση του πληθυσμού, ενώ το 2020 πιθανότατα σχετίζεται και με τη μεγάλη αύξηση στους θανάτους σε ολόκληρη την Ευρώπη εξαιτίας της Covid-19.

Διαβάστε περισσότερα στο λήμμα μας για την Υπερθνησιμότητα

Η πληθυσμιακή αλλαγή αποτελείται από δύο συνιστώσες: Τη φυσική μεταβολή και την καθαρή μετανάστευση

1,17 εκ. άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία

Από το 2015 και μετά, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα. Το 2019, ο αριθμός των ετήσιων μεταναστών που έφθασαν στην Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το 2015, φτάνοντας τις 129 χιλ. άτομα κατά τη διάρκεια ενός έτους. Συνολικά, κατά την περίοδο 2016-2020, περίπου 562 χιλ. άνθρωποι εισήλθαν στη χώρα. Παρόμοιες ροές είχαν παρατηρηθεί μόνο στις αρχές της δεκαετίας του '90. Από το 2019 και μετά, ο αριθμός των μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα έχει μειωθεί, φθάνοντας στους 57 χιλ. το 2021, πρόκειται για τη μικρότερη εισροή των τελευταίων 30 χρόνων.

Οι μεταναστευτικές ροές από την Ελλάδα παρέμεναν σταθερές κατά τη διάρκεια της περιόδου 1998-2008. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα το 2008 είχε σημαντικό αντίκτυπο στις ετήσιες μεταναστευτικές ροές. Το 2012, περίπου 125 χιλ. άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα, με τις ετήσιες ροές να αυξάνονται κατά 188% σε σχέση με το 2008. Συνολικά, κατά την περίοδο 2010-2021, περίπου 1,17 εκατ. άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα. Από το 2012 και μετά, παρατηρείται σταθερή μείωση στη ροή αυτή, φθάνοντας τους 79 χιλ. το 2021.

Για κάθε 100 άνδρες αντιστοιχουν 105 γυναίκες

Στην Ελλάδα, ζουν περίπου 5,34 εκατομμύρια γυναίκες. Ο γυναικείος πληθυσμός είναι υψηλότερος κατά 4,5% σε σχέση με τον ανδρικό πληθυσμό, ενώ αυτή η διαφορά είναι μόλις 0,1 μονάδα χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα, για κάθε 100 άνδρες, υπάρχουν 105 γυναίκες.

Τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείου πληθυσμού παρατηρούνται στη Λιθουανία (16%) και στη Λετονία (15%), ενώ στη Μάλτα και στη Σουηδία, οι γυναίκες είναι λιγότερες από τους άνδρες κατά 7,3% και 2,3% αντίστοιχα.

Οι γυναίκες ζούνε περισσότερο

Το 2022, ο μέσος όρος της διάρκειας ζωής για τις γυναίκες ανέρχεται σε 83,3 έτη, παρουσιάζοντας μια διαφορά 5,2 ετών ως προς τους άνδρες. Στην Ευρώπη, οι μεγαλύτερες αποκλίσεις παρατηρούνται στη Λιθουανία και τη Λετονία, όπου οι διαφορές ανέρχονται σε 8,8 και 9,8 έτη αντίστοιχα. Στις γυναίκες, η υψηλότερη προσδοκία ζωής παρατηρείται στην Ισπανία (85,9 έτη), ενώ η χαμηλότερη αναφέρεται στη Βουλγαρία (78,1 έτη).

Ελλάδα: 3.9 γάμοι ανα 1000 κάτοικους το 2020

O αριθμός των γάμων ανά 1000 κατοίκους στην Ε.Ε και στην Ελλάδα έχει υποστεί διαφορετικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Στο παρελθόν, ο αριθμός αυτός ήταν υψηλότερος, αλλά στη σύγχρονη εποχή, παρατηρείται μια μείωση στον αριθμό των γάμων ανά 1000 κατοίκους. Στην Ε.Ε, ο αριθμός αυτός κυμαίνεται από 3,2 γάμους ανά 1000 κατοίκους το 2020 έως 7,8 γάμους το 1964. Στην Ελλάδα, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε το 1990 με 6,4 γάμους ανά 1000 κατοίκους, ενώ το χαμηλότερο ήταν το 2020 με 2,9 γάμους ανά 1000 κατοίκους.Το 2021, ο αριθμός των γάμων ανά 1000 κατοίκους έφτασε τους 3,9, ίσος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Οι Έλληνες παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία

Η διάμεση ηλικία πρώτου γάμου στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, αποτυπώντας μια γενική τάση όπου οι άνθρωποι, και ειδικότερα οι γυναίκες, αποφασίζουν να αναβάλουν τον γάμο σε σύγκριση με το παρελθόν. Το 1990, η διάμεση ηλικία για τις γυναίκες ήταν 25 έτη, ενώ το 2021 ανήλθε στα 31 έτη. Αντίστοιχα, για τους άνδρες παρατηρείται αύξηση στη διάμεση ηλικία κατά 3 έτη από το 1990, φτάνοντας τα 32 έτη το 2021. Παράλληλα, παρατηρείται μια μείωση της διαφοράς στη μέση ηλικία πρώτου γάμου μεταξύ των φύλων, αν και αυτή παραμένει αντιστοίχως.

Οι νέες μητέρες είναι ηλικιακά μεγαλύτερες

Η ηλικία που αποκτούν οι γυναίκες το πρώτο τους παιδί έχει αυξηθεί και είναι ίση με τα 30.7 έτη στην Ελλάδα. Μέσα σε τρείς δεκαετίες η ηλικία των γυναικών έχει αυξηθεί σημαντικά καθώς το 1992, οι γυναίκες αποκτόσουν το πρώτο τους παιδί στην ηλικία των 26 ετών. Παράλληλα, έχει αυξηθεί και το ποσοστό των γεννών από μητέρες άνω των 40 ετών. Το 1985, μόλις μια στις 100 γυναίκες έκανε παιδί σε ηλικία άνω των 40 ετών, ενώ το 2020 το ποσοστό αυτό έχει φτάσει το 8,4%. Ο ευρωπαικός μέσος όρος για το 2020 είναι 5,5%

#Πηγές

[1] Mester, L.J., 2018. Demographics and their implications for the economy and policy. Cato J., 38, p.399.

Εγγραφή στο newsletter

Για να λαμβάνεις τα γραφήματα και τις αναλύσεις μας μέσω email.

© 2023 Greece in Figures. All Rights Reserved
info@greeceinfigures.com
Το Greece in Figures δε χρησιμοποιεί cookies και δε συλλέγει προσωπικά δεδομένα από τους επισκέπτες του.