Τελευταία Ενημέρωση: 10/14/2024
Η ανεργία είναι ένας από τους σημαντικότερους οικονομικούς δείκτες, καθώς συνδέεται άμεσα με τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας μιας χώρας.
Χαμηλό ποσοστό ανεργίας σημαίνει ότι η οικονομία είναι ικανή να δημιουργεί θέσεις εργασίας για όσους μπορούν και επιθυμούν να εργαστούν. Όσο περισσότερος κόσμος εργάζεται, τόσο αυξάνεται η οικονομική δραστηριότητα, τα εισοδήματα και οι δαπάνες - παράγοντες που ενισχύουν άμεσα την οικονομία.
Η χαμηλή ανεργία λειτουργεί θετικά και για την κοινωνία, καθώς δίνει στους εργαζόμενους περισσότερες επιλογές ως προς το είδος και το μέρος στο οποίο θα εργάζονται. Παράλληλα, δίνει κίνητρα στους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς και να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο ταλέντο.
Η ανεργία είναι “δείκτης υστέρησης” (lagging indicator). Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, συνήθως χρειάζονται αρκετοί μήνες για να αρχίσει να αυξάνεται η ανεργία. Αντίστοιχα, μείωση επιτυγχάνεται μερικούς μήνες αφού αρχίσει οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, ένα άτομο θεωρείται άνεργο, όταν ενώ μπορεί και θέλει να δουλέψει, δεν μπορεί να βρει εργασία [1].
Κάθε τρεις μήνες, η ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) καλεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 27.000 νοικοκυριών. Μέσω ερωτήσεων σχετικά με τη διαθεσιμότητα και την αναζήτηση εργασίας, κατατάσσουν κάθε άτομο μεγαλύτερο μεταξύ 15 και 75 ετών σε μία εκ των τριών κατηγοριών: εργαζόμενοι, άνεργοι, μη ενεργοί. (Σημειώνεται πως αυτή η διαδικασία είναι κοινή σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εργαζόμενοι: όσοι εργάζονται είτε με σκοπό την αμοιβή ή το κέρδος, είτε σε οικογενειακή επιχείρηση, είτε απουσίαζαν προσωρινά από την εργασία τους.
Άνεργοι: όσοι δεν εργάζονται αλλά είναι άμεσα διαθέσιμοι για εργασία και είτε αναζητούσαν ενεργά εργασία τον τελευταίο μήνα (π.χ. στέλνοντας βιογραφικά) είτε θα αναλαμβαναν εργασία μέσα στους επόμενους 3 μήνες.
Μη Ενεργοί: όσοι δεν εργάζονται και δεν αναζήτησαν εργασία τον τελευταίο μήνα.
Εργατικό Δυναμικό: το σύνολο των εργαζομένων και των ανέργων.
Ειδική σημείωση για την COVID-19: τα άτομα που βρίσκονται σε αναστολή σύμβασης δεν θεωρούνται άνεργοι, μόνον όταν η διάρκεια της αναστολής τους είναι μικρότερη από 3 μήνες, ή αν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% του μισθού τους.
Το ποσοστό της ανεργίας υπολογίζεται επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού και όχι επί του συνόλου του πληθυσμού. Ως εργατικό δυναμικό λογίζεται το σύνολο των ατόμων που είτε εργάζονται, είτε είναι άνεργοι (δείτε τους ορισμούς παραπάνω).
Συνεπώς, ένα ποσοστό ανεργίας της τάξεως του 10% σημαίνει ότι 9 στους 10 πολίτες που είναι μεταξύ 15 και 75 ετών και είναι άμεσα διαθέσιμοι για εργασία δουλεύουν, ενώ 1 στους 10 δε δουλεύει αλλά αναζητά εργασία ενεργά.
Η Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζει διαχρονικά υψηλότερα ποσοστά ανεργίας σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η ανεργία αυξήθηκε από το 9% το 2008, στο 29% το 2013. Άλλες περιοχές, όπως τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη επηρεάστηκαν λιγότερο και με διαφορετικό τρόπο, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων απασχολείται στον κλάδο του τουρισμού, ο οποίος αυξάνεται διαχρονικά [2].
Μετά το 2008, ο αριθμός των τουριστών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα αυξήθηκε και συνεχίζει να αυξάνεται μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, το 2008 ο συνολικός αριθμός αυτός ανήλθε σε περίπου 16 εκατομμύρια άτομα, ενώ μια δεκαετία μετά, ο αριθμός αυτός διπλασιάστηκε. Αντιστοίχως, τα έσοδα από τον τουρισμό αυξήθηκαν από 17.6 δις. το 2008, σε 21.6 δις το 2018 [3].
H Αττική, στην οποία οφείλεται το 47% του ΑΕΠ της Ελλάδας (2018), έχει πληγεί και αυτή κατά τη διάρκεια της κρίσης. Από τις αρχές του 2000 η περιφέρεια παρουσίαζε μια σταδιακή μείωση στα ποσοστά ανεργίας της, φτάνοντας το 6.7% το 2008. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το ΑΕΠ της Αττικής μειώθηκε κατά 27%, από 124 δισ (PPS) το 2009 σε 98 δις το 2015 [4]. Ο τομέας που επηρεάστηκε περισσότερο από την κρίση ήταν το εμπόριο, με τις εταιρείες χονδρικού και λιανικού εμπορίου να μειώνονται κατά 16% μέχρι το 2016. Από το 2014, το ποσοστό ανεργίας ξεκίνησε να μειώνεται, φτάνοντας το 15.7% το 2020, με την Περιφέρεια να απασχολεί το 37% του εργατικού δυναμικού της χώρας [5].
Τις τελευταίες δεκαετίες, το μέγεθος του εργατικού δυναμικού των γυναικών στην Ευρώπη έχει αυξηθεί σημαντικά. Ωστόσο, τα εμπόδια ένταξης και οι διακρίσεις λόγω φύλου παραμένουν ισχυρά, ενώ διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα.
Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 2020, η ανεργία στις γυναίκες ανήλθε στο 20.0%, δώδεκα μονάδες μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (7.9%) [6]. Παράλληλα, στην Ελλάδα παρατηρείται και το μεγαλύτερο χάσμα ανεργίας μεταξύ των δύο φύλων, με τις γυναίκες να έχουν 7 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη ανεργία σε σύγκριση με τους άντρες (μ.ο. 0.4 μονάδες στην ΕΕ).
Η κρίση του 2008 έπληξε αρκετά και τον τομέα των υπηρεσιών, σε αντίθεση με τις προηγούμενες που ήταν επικεντρωμένες στον πρωτογενή τομέα. Το 79% των γυναικών εργάζονταν σε υπηρεσίες, σε αντίθεση με το 36% των ανδρών [7].
Η υψηλή ανεργία στις γυναίκες έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα θέλω τους. Παρ’ όλο που το 83% των γυναικών στην Ελλάδα δηλώνουν ότι επιθυμούν να εργαστούν, μόνο το 34% το καταφέρνει [8]. Υπενθυμίζεται ότι ένα άτομο θεωρείται άνεργο όταν αναζητά ενεργά εργασία αλλά δε βρίσκει. Συνεπώς, το χάσμα δεν οφείλεται σε έλλειψη επιθυμίας, αλλά σε διάφορους κοινωνικούς περιορισμούς και διακρίσεις.
Το ποσοστό απασχόλησης κάθε κοινωνικής ομάδας οφείλεται τόσο σε παρατηρήσιμους παράγοντες (επίπεδο εκπαίδευσης, εμπειρία, οικογενειακή κατάσταση, κ.α.), όσο και σε μη-παρατηρήσιμους (διακρίσεις, εμπόδια ένταξης, προσωπικές προτιμήσεις, κ.α.).
Ένας παράγοντας θεωρείται παρατηρήσιμος όταν μπορεί να καταγραφεί και να κωδικοποιηθεί για κάθε άτομο. Για παράδειγμα: 4 χρόνια εμπειρίας. Αντίθετα, η προκατάληψη απέναντι σε μια κοινωνική ομάδα δεν ποσοτικοποιείται.
Ένας βασικός παράγοντας συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι η οικογενειακή κατάσταση. Στην Ελλάδα, οι ελεύθερες γυναίκες έχουν 3.5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι άνεργες από τις έγγαμες [9]. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη γενική τάση στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου ο γάμος μειώνει την πιθανότητα εργασίας για τις περισσότερες γυναίκες [10]. Αντίθετα, είναι μια τάση που εμφανίζεται συχνά στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η εργασία και των δύο φύλων είναι οικονομικά απαραίτητη.
Το επίπεδο εκπαίδευσης αυξάνει την πιθανότητα απασχόλησης, με τους κατόχους πτυχίου πανεπιστημίου να έχουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες συμμετοχής στην αγορά εργασίας από τους απόφοιτους λυκείου. Η ηλικία, η περιοχή και τα χρόνια εμπειρίας αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες για την απασχόληση των γυναικών.
Ωστόσο, ακόμη και όταν όλοι οι παρατηρήσιμοι παράγοντες είναι ίσοι, ένα μεγάλο μέρος του χάσματος στην ανεργία παραμένει στατιστικά ανεξήγητο (82% [9]). Για παράδειγμα, μια γυναίκα που έχει το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης, τα ίδια χρόνια εμπειρίας, την ίδια οικογενειακή κατάσταση, κ.τ.λ με έναν άνδρα, εξακολουθεί να έχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να παραμείνει άνεργη.
Το ανεξήγητο χάσμα οφείλεται στην παρουσία μη-παρατηρήσιμων παραγόντων. Ένας τέτοιος είναι οι προτιμήσεις και οι προσωπικές επιλογές. Οι γυναίκες τείνουν να αναζητούν θέσεις εργασίας με ευέλικτα ωράρια, μεγαλύτερη ασφάλεια, και κοντά στο σπίτι [11], περιορίζοντας τις επιλογές τους. Οι προτιμήσεις επηρεάζονται και από τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων. Σε χώρες όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δηλώνει ότι συμφωνεί με την πρόταση “όταν οι δουλειές είναι ελάχιστες, θα πρέπει να γίνονται από τους άνδρες”, παρατηρείται μεγαλύτερο χάσμα [12].
Το ανεξήγητο χάσμα ερμηνεύεται μελετώντας τις κοινωνικοπολιτικές διαφορές μεταξύ χωρών. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης* δεν παρατηρείται διαφορά στην ανεργία μεταξύ ανδρών και γυναικών χωρίς παιδιά. Το χάσμα αρχίζει να εμφανίζεται από τα πρώτα στάδια της μητρότητας και εξαρτάται από τις κοινωνικές αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων, καθώς και από τη διάρκεια της άδειας μητρότητας. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, παρ’ όλο που οι γυναίκες χωρίς παιδιά έχουν 3 μονάδες μικρότερη ανεργία από τους άντρες, το χάσμα αυτό αντιστρέφεται με την γέννα του πρώτου παιδιού. Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι οι μοναδικές εξαιρέσεις*, καθώς στις χώρες αυτές παρατηρείται διαφορά στην ανεργία ακόμη και πριν την απόκτηση παιδιών. Επιπλέον, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες όπου μεγαλύτερο από το 50% των γυναικών δεν επιστρέφει ποτέ στο εργατικό δυναμικό μετά τη γέννα. [13].
*Ανάμεσα στις Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο.
Η μείωση του χάσματος στην ανεργία λόγω φύλου έχει αρκετά οικονομικά οφέλη. Στην Ευρώπη χάνονται περισσότερα από 370 δισεκατομμύρια το χρόνο λόγω μη συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό [14], ενώ στην Ελλάδα το χάσμα κοστίζει περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) [15]. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, διεθνής έρευνες έχουν δείξει ότι η συμμετοχή περισσότερων γυναικών σε υψηλόβαθμες θέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε 34% μεγαλύτερη απόδοση μερισμάτων προς τους μετόχους τους [16].
Επιπλέον, η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών στην απασχόληση έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ευημερία των γυναικών και ως κατά συνέπεια της κοινωνίας. Η σταθερή απασχόληση έχει ψυχολογικά οφέλη, καλλιεργώντας το αίσθημα του ανήκειν, της αυτονομίας, της ικανοποίησης, ενισχύοντας την αυτοεκτίμηση [17]. Οι γυναίκες που εργάζονται τείνουν να έχουν μεγαλύτερα επίπεδα ευτυχίας και οικονομικής ελευθερίας, ενώ εμφανίζουν και μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής σε εθελοντικές και πολιτικές δράσεις [14].
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας [18] συστήνει πολιτικές οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στη μείωση της διαφοράς λόγω φύλου στην ανεργία. Αυτές περιλαμβάνουν την εξασφάλιση ισότητας στους μισθούς, την αντιμετώπιση του επαγγελματικού διαχωρισμού, την εξάλειψη των διακρίσεων και την προώθηση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Παρ’ όλο που τα οφέλη για πολλές από τις προτεινόμενες πολιτικές δεν έχουν συστηματικά αξιολογηθεί και ποσοτικοποιηθεί, πιλοτικά προγράμματα στην Ευρώπη έχουν αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η δημιουργία οικονομικών κινήτρων για εργασία σε μονογονεϊκές οικογένειες οδήγησε 20% περισσότερους γονείς να βρουν απασχόληση. Η επιτυχία του μέτρου οφείλεται εν μέρη και στην απλότητα εφαρμογής του, καθώς όλες οι μονογονεικές οικογένειες το δικαιούνται, χωρίς να χρειάζονται έξτρα κριτήρια [14].
Στη Γερμανία, η άνευ όρων αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης παιδικών σταθμών για βρέφη 1-3 χρονών, οδήγησε σε έως και τέσσερις φορές περισσότερες εργαζόμενες μητέρες κατά το δεύτερο χρόνο μετά τη γέννα [19]. Παρομοίως, η επιδότηση του κόστους των παιδικών σταθμών στη Γαλλία οδήγησε στη μείωση των κοινωνικών δαπανών κατά 50%, αυξάνοντας παράλληλα τη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία κατά μία ποσοστιαία μονάδα [20], ενώ το ίδιο μέτρο στην Ολλανδία αύξησε τη συμμετοχή κατά 2.3 μονάδες.
Οι νέοι διαχρονικά πλήττονται περισσότερο από την ανεργία. Το Νοέμβριο του 2020, το ποσοστό της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα έφτασε το 34%, δύο φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (17,5%). To ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο χειρότερο στην Ευρώπη, μετά από την Ισπανία (40%).
Η είσοδος των νέων στην αγορά εργασίας χαρακτηρίζονταν ως προβληματική πολύ πριν την οικονομική κρίση του 2008. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η νεανική ανεργία δεν θεωρούνταν μείζον πρόβλημα, με αποτέλεσμα να μην υιοθετούνται στοχευμένες πολιτικές για την αντιμετώπιση της [21] [22]. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, με το ποσοστό της ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 15-24 να αυξάνεται από 20% το 2008, σε 61% το 2013.
Η ανεργία των νέων είναι μια πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη στο σύνολο της. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στις μεσογειακές χώρες, οι οποίες παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά συνολικής ανεργίας και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης [23] . Αντιθέτως, σε χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία τα ποσοστά της νεανικής ανεργίας είναι κάτω από το 10%. Το γεγονός αυτό οφείλεται αφενός στο ότι διαθέτουν ισχυρότερες οικονομίες και αφετέρου στις κοινωνικές πολιτικές που υιοθετούν και στοχεύουν στην προστασία και στην ευημερία της νέας γενιάς [24]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα δυαδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης που συμβάλλει σημαντικά στην ομαλή μετάβαση των νέων από το σχολείο στην αγορά εργασίας [25] [21] [26]. Στη Γερμανία, το 60% των νέων που συμμετέχουν στα προγράμματα αυτα προσλαμβάνονται μόνιμα από τις επιχειρήσεις μετά την ολοκλήρωση τους [25].
Dual Education System: Δυαδική» σημαίνει δύο τμήματα της εκπαίδευσης σε δύο διαφορετικούς χώρους: Στο επαγγελματικό σχολείο ο μαθητευόμενος αποκτά τις θεωρητικές τεχνικές γνώσεις, στην επιχείρηση αποκτά πρακτικές γνώσεις και ικανότητες [27].
Στην αγορά οι νέοι μαθαίνουν ευκολότερα και γρηγορότερα, προσαρμόζονται πιο εύκολα στις πολιτικές των επιχειρήσεων, έχουν περισσότερες αντοχές, ενώ παράλληλα αποτελούν και φθηνό εργατικό δυναμικό [28]. Παρ’όλα αυτά είναι από τις λιγότερα ευνοημένες ομάδες, καθώς το κοινωνικό σύστημα τους έχει περιθωριοποιήσει και η είσοδος τους στην αγορά εργασίας είναι προβληματική [29].
Πολλές είναι οι αιτίες που συμβάλλουν στην αύξηση της νεανικής ανεργίας, με τη σημαντικότερη εξ αυτών να είναι η οικονομική κατάσταση της χώρας. Σε περιόδους που χαρακτηρίζονται από ύφεση, η ζήτηση εργασίας μειώνεται και η νεανική ανεργία είναι λιγότερο προστατευμένη. Αυτό οφείλεται κυρίως στην χαμηλή παραγωγικότητα των νέων, οι οποίοι εργάζονται για μικρό χρονικό διάστημα και δεν έχουν αποκτήσει την απαραίτητη εργασιακή εμπειρία και τις δεξιότητες που απαιτούνται από την αγορά. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις είναι πιο πιθανό να αποδεσμεύσουν τους νεότερους σε ηλικία υπαλλήλους διότι αφενός έχουν επενδύσει λιγότερα χρήματα σε αυτούς (εκπαίδευση κτλ) και αφετέρου επειδή το κόστος των αποζημιώσεων τείνει να είναι χαμηλότερα [30].
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι οι αδύναμοι δεσμοί εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Στην Ελλάδα πριν την κρίση, σε αντίθεση με άλλα αναπτυγμένα κράτη, το ποσοστό ανεργίας των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης ήταν περίπου ίσο με αυτό των αποφοίτων χαμηλής εκπαίδευσης [31]. Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται, επίσης, μεταξύ των διαφόρων επιστημονικών πεδίων. Οι απόφοιτοι των οποίων οι σπουδές προσφέρουν τη δυνατότητα απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν εργασία σε σχέση με τους πτυχιούχους που κατά βάση απορροφώνται από το δημόσιο τομέα (ανθρωπιστικές επιστήμες, φυσική αγωγή και παιδαγωγικές σπουδές) [32] [33]. Παράλληλα, η μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά είναι πιο αργή και λιγότερο αποτελεσματική στην Ελλαδα σε σχέση με την υπολοιπη Ευρώπη [22]. Ένας νέος στην Ελλάδα χρειάζεται περίπου 13 μήνες για να βρει την πρώτη του εργασία μετά το πέρας τον σπουδών του - δυο φορές περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τέλος, οι νέοι στην Ελλάδα είναι περισσότερο εξαρτημένοι από τη γονική στέγη και τις λοιπές ευκολίες που παρέχει η οικογένεια, σε σχέση με τους τους νέους στην υπόλοιπη Ευρώπη [22]. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναζητούν εργασία γεωγραφικά όρια διαμονής της οικογένειας τους, περιορίζοντας τις επιλογές τους με αποτέλεσμα να επιμηκύνεται η περίοδος που μένουν άνεργοι.
Η ανεργία είναι ένα φαινόμενο που επηρεάζει τόσο τους ίδιους τους ανέργους όσο και την συνολική κοινωνική ευημερία. Το 2011, το κόστος της νεανικής ανεργίας στην Ευρώπη ανήλθε στα 153 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό ίσο με το 1,2% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Την ίδια χρονιά το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα ήταν πάνω από το 3% [34]. Όσον αφορά τους νέους, η απουσία τους από την αγορά εργασίας στην αρχή της σταδιοδρομίας τους, μειώνει την παραγωγικότητα και τις ευκαιρίες απασχόλησης τους [35].
Η καθυστερημένη επαγγελματική αποκατάσταση των νέων, επηρεάζει αρνητικά την ανεξαρτητοποίηση τους. Η ανασφάλεια καθώς και οι χαμηλοί μισθοί έχουν ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι νέοι να επιλέγουν να ζουν με τους γονείς τους. Το 2019, το 70% των νέων, ηλικίας 16-34 ετών, ζούσαν με τους γονείς τους, ποσοστό πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (50%).
Μια ακόμη σημαντική επίπτωση της υψηλής νεανικής ανεργίας είναι η μετανάστευση. Από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν 223.000 νέοι ηλικίας 25-39 ετών εξήλθαν µόνιµα από την Ελλάδα µε κατεύθυνση τις περισσότερο ανεπτυγµένες χώρες. Πρόκειται για ένα σύγχρονο κύμα μετανάστευσης που αφορά κυρίως νέους, άγαμους και με υψηλή μόρφωση. Το 2013, το 2% του εργατικού δυναμικού της χώρας μετανάστευσε στο εξωτερικό, ενώ η συμμετοχή των νέων ηλικίας 25-39 ετών ξεπέρασε το 50% του συνόλου των εξερχοµένων. Το φαινόμενο της μετανάστευσης μειώνει το μέγεθος του εργατικού δυναμικού και χειροτερεύει την ποιότητα του, δημιουργεί αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων, ενώ τέλος επιβαρύνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας και την συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων [36].
Η ανεργία των νέων έχει αποδειχθεί ως μείζον θέμα στην Ευρώπη με αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της. Στο πλαίσιο αυτό, η ρύθμιση της αγοράς εργασίας, ο κατώτατος μισθός, τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης καθώς και οι κοινωνικές παροχές στους νέους ανέργους παίζουν σημαντικό ρόλο στη ομαλή τους μετάβαση στην αγορά εργασίας [37].
Στην Ελλάδα το σχέδιο δράσης εστιάζει στους νέους ηλικίας 15 έως 35 ετών και έχει ως στόχο τη βελτίωση της διαμεσολάβησης (π.χ. προγράμματα δεύτερης ευκαιρίας και ενημέρωσης των νέων), τη βελτίωση της απασχολησιμότητας (π.χ. προγράμματα κατάρτισης για την ενδυνάμωση των δεξιοτήτων των νέων και πειραματικά σχολεία επαγγελματικής κατάρτισης), την προώθηση των νέων στην αγορά εργασίας (π.χ. πρόγραμμα πρακτικής άσκησης) και τέλος την προώθηση της επιχειρηματικότηττας (π.χ προγράμματα για την υποστήριξη των νέων στην ίδρυση κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων και την προώθηση των νέων έως 24 ετών από την ανεργία στην αυτοαπασχόληση) [38].
Η μείωση του ΑΕΠ έχει άμεση επίπτωση στο εργατικό δυναμικό, καθώς αυξάνει το ποσοστό ανεργίας. Το ΑΕΠ είναι η συνολική αξία όλων των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα, και εξαρτάται από τη συνολική δαπάνη για κατανάλωση των νοικοκυριών, τις καθαρές εξαγωγές της χώρας και τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην βιομηχανία.
Πράγματι, κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης (2008-2013), το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 26%, ενώ το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε κατά 20%. Αυτό οδήγησε στην απώλεια 900.000 θέσεων εργασίας.
Η σχέση της μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) με τη μεταβολή της ανεργίας περιγράφεται από τον νόμο του Okun, όπου μια μεταβολή της ανεργίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα αντιστοιχεί σε αντίστροφη μεταβολή του ΑΕΠ κατά 2 μονάδες [39].
Μέχρι το 2008, οι καταναλωτικές δαπάνες έφτασαν στα 294 δις, ποσό αυξημένο κατά 34% σε σχέση με το 2000 [40]. Ο αυξητικός αυτός ρυθμός δημιούργησε ένα κλίμα ανάπτυξης για την ελληνική βιομηχανία.
Ωστόσο, η οικονομική κρίση οδήγησε στην πτώση των δαπανών κατανάλωσης κατά 24%, φτάνοντας στα 222 δις το 2013. Το κλίμα αυξημένης προσφοράς αλλά μειωμένης ζήτησης που δημιουργήθηκε, είχε ως αποτέλεσμα πολλές βιομηχανίες να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία, να οδηγηθούν στη χρεοκοπία [40].
Κατά την περίοδο ύφεσης, ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου επί του ΑΕΠ (GFCF % of GDP), δηλαδή το στοιχείο δαπάνης που δείχνει πόση από την αξία που προστίθεται στην οικονομία επενδύεται αντί να καταναλώνεται, μειώθηκε στο μισό, από το 26% το 2007 στο 12% το 2012 [41].
Η Ελλάδα, τότε, έδειξε το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στην Ευρώπη μαζί με την Κύπρο, την Πορτογαλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι επενδύσεις αυτές, μάλιστα, απομακρύνθηκαν τόσο πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που δημιούργησαν ένα επενδυτικό έλλειμμα ύψους 450 δις. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να καλύψει η χώρα ώστε να υποστηρίξει μια οικονομική ανάπτυξη 3-4% ετησίως [42].
Η αύξηση του κόστους εργασίας με ρυθμούς διπλάσιους από τον μέσο όρο των κρατών της Ευρώπης, οδήγησε στην αύξηση του κόστους παραγωγής των προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν 43% πιο ακριβά απ’ ό,τι τα αντίστοιχα άλλων χωρών [43] Η μεταβολή αυτή, σε συνδυασμό με την ασταθή φορολογία, είχε ως συνέπεια τη συρρίκνωση πολλών βιομηχανιών και τη μεταφορά τους σε χώρες με χαμηλότερο εργατικό κόστος. Ενδεικτικά, υπολογίζεται πως περίπου 3.000 επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία μέχρι το 2014. Το 38% των επιχειρήσεων που μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία είχε τη βάση του στη Μακεδονία [44].
Οι παραπάνω λόγοι αποτελούν τις κύριες συνέπειες της μείωσης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 25% το 2015 [45].
Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στα παραπάνω γραφήματα είναι ελεύθερα διαθέσιμα εδώ.
[1] "Indicator description: Unemployment rate," https://ilostat.ilo.org/resources/concepts-and-definitions/description-unemployment-rate/
[2] "International tourism, number of arrivals - Greece," https://data.worldbank.org/indicator/ST.INT.ARVL?locations=GR
[3] "International tourism, receipts (current US$) - Greece," https://data.worldbank.org/indicator/ST.INT.RCPT.CD?locations=GR
[4] "Greece GDP: Attica," https://www.ceicdata.com/en/greece/esa-2010-gdp-by-region/gdp-attica
[5] "Region of Attiki," https://ec.europa.eu/growth/tools-databases/regional-innovation-monitor/base-profile/region-attiki
[6] "Unemployment in the EU and the euro area," https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Unemployment_statistics#Unemployment_by_gender
[7] "Karamessini, Maria. "Labour market impact of four recessions on women and men in Greece: Comparative analysis in a long term perspective." Social Cohesion and Development 7.2 (2012): 93-104."
[8] "The gender gap in employment: What's holding women back?," https://www.ilo.org/infostories/en-GB/Stories/Employment/barriers-women#women-preference/data-by-country
[9] "Livanos, Ilias, Çagri Yalkin, and Imanol Nuñez. "Gender employment discrimination: Greece and the United Kingdom." International Journal of Manpower (2009)"
[10] "INTERNATIONAL LABOUR OFFICE-ILO. World employment and social outlook: Trends 2017. Geneva: ILO, 2017."
[11] "Redmond, Paul, and Seamus McGuinness. "The gender wage gap in Europe: Job preferences, gender convergence and distributional effects." Oxford Bulletin of Economics and Statistics 81.3 (2019): 564-587."
[12] "Fortin, Nicole M. "Gender role attitudes and the labour-market outcomes of women across OECD countries." oxford review of Economic Policy 21.3 (2005): 416-438."
[13] "Bičáková, Alena. "Gender unemployment gaps in the EU: Blame the family." IZA Journal of European Labor Studies 5.1 (2016): 1-31."
[14] "Mascherini, Massimiliano, Martina Bisello, and Irene Rioboo Leston. The gender employment gap: Challenges and solutions. Publications Office of the European Union, 2016."
[15] "Bisello, Martina, and Massimiliano Mascherini. "The gender employment gap: costs and policy responses." Intereconomics 52.1 (2017): 24-27."
[16] "Catalyst. The bottom line: Connecting corporate performance and gender diversity. Catalyst, 2004."
[17] "Alber, Jens. "5 Employment patterns in the enlarged EU." Handbook of Quality of Life in the Enlarged European Union. Psychology Press, 2008. 129-161."
[18] "International Labour Organization," https://en.wikipedia.org/wiki/International_Labour_Organization
[19] "Geyer, Johannes, Peter Haan, and Katharina Wrohlich. "The effects of family policy on maternal labor supply: Combining evidence from a structural model and a quasi-experimental approach." Labour Economics 36 (2015): 84-98."
[20] "Givord, Pauline, and Claire Marbot. "Does the cost of child care affect female labor market participation? An evaluation of a French reform of childcare subsidies." Labour Economics 36 (2015): 99-111."
[21] "Youth and work," https://www.eurofound.europa.eu/sites/default/files/ef_files/pubdocs/2006/100/en/1/ef06100en.pdf
[22] "Kretsos, Lefteris. "Youth policy in austerity Europe: the case of Greece." International Journal of Adolescence and Youth 19.sup1 (2014): 35-47."
[23] "Eichhorst, Werner, and Franziska Neder. Youth unemployment in Mediterranean countries. No. 80. IZA Policy Paper, 2014."
[24] "Youth Unemployment in the EU," https://publications.parliament.uk/pa/ld201314/ldselect/ldeucom/164/16405.htm#note35
[25] "Pellegrini, Elena. "Generation Jobless: Youth Unemployment and the Disparate cases of Germany and Spain." (2019)."
[26] "Cockrill, Antje, and Peter Scott. "Vocational education and training in Germany: Trends and issues." Journal of vocational education and training 49.3 (1997): 337-350."
[27] "Dual education system," https://en.wikipedia.org/wiki/Dual_education_system
[28] "GLOBAL EMPLOYMENT TRENDS 2011," https://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/@dgreports/@dcomm/@publ/documents/publication/wcms_150440.pdf.
[29] "Ayhan, Fatih. "Youth unemployment as a growing global threat." Актуальні проблеми економіки 7 (2016): 262-269."
[30] "Görlich, Dennis, Ignat Stepanok, and Fares Al-Hussami. Youth unemployment in Europe and the world: Causes, consequences and solutions. No. 59. Kiel Policy Brief, 2013."
[31] "Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις," http://iobe.gr/docs/research/RES_05_F_09072018_REP.pdf
[32] "Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Ν., Κωνσταντίνος Μαυρομαράς, and Θεόδωρος Μ. Μητράκος. "Εκπαίδευση και αγορά εργασίας." (2017)."
[33] "Livanos, Ilias. "The relationship between higher education and labour market in Greece: the weakest link?." Higher Education 60.5 (2010): 473-489."
[34] "NEETs - Young people not in employment, education or training: Characteristics, costs and policy responses in Europe," https://www.eurofound.europa.eu/publications/report/2012/labour-market-social-policies/neets-young-people-not-in-employment-education-or-training-characteristics-costs-and-policy
[35] "O'Higgins, Niall. "Trends in the youth labour market in developing and transition countries." World Bank Social Protection Discussion Paper Series 0321 (2003)."
[36] "ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ: ΤΕΥΧΟΣ 43," https://www.knowledgebridges.gr/sites/knowledgebridges/files/files/tte_meleti.pdf
[37] "Eichhorst, Werner, and Ulf Rinne. "Promoting youth employment in Europe: Evidence-based policy lessons." European youth labour markets. Springer, Cham, 2018. 189-204."
[38] "Μητροπούλου, Φωτεινή, and Ανδρέας Φερώνας. "Νέοι και ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης."
[39] "Okun's law," https://en.wikipedia.org/wiki/Okun%27s_law.
[40] "Final consumption expenditure (constant 2010 US$) - Greece," https://data.worldbank.org/indicator/NE.CON.TOTL.KD?locations=GR
[41] "Gross fixed capital formation (% of GDP) - Greece," https://data.worldbank.org/indicator/NE.GDI.FTOT.ZS?end=2019&locations=GR&start=2001
[42] "From recession to anemic recovery," https://www.pwc.com/gr/en/publications/greek-thought-leadership/investments-greece-en.pdf
[43] "Chalikias, John. "The manufacturing sector of Greece before and during the financial crisis." (2017)."
[44] "Kapitsinis, Nikos. "Firm relocation in times of economic crisis: Evidence from Greek small and medium enterprises’ movement to Bulgaria, 2007–2014." European Planning Studies 25.4 (2017): 703-725."
Το παρόν άρθρο μπορεί να αναφερθεί ως:
Δημήτρης Μιχαηλίδης, Διονύσης Κουλλόλλι, Παναγιώτης Μιχαηλίδης (2024) - "Ανεργία στην Ελλάδα" Δημοσιεύθηκε στο GreeceInFigures.com. Πηγή: 'https://greeceinfigures.com/anergia'
BibTeX:
@article{gif-anergia,
author = { Δημήτρης Μιχαηλίδης, Διονύσης Κουλλόλλι, Παναγιώτης Μιχαηλίδης},
title = {Ανεργία στην Ελλάδα},
journal = {Greece in Figures},
year = {2024},
note = {https://greeceinfigures.com/anergia}
}
Για να λαμβάνεις τα γραφήματα και τις αναλύσεις μας μέσω email.